αρτιθαλής

αρτιθαλής
ἀρτιθαλής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις πετάει βλαστάρια ή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι-* + -θαλής < θάλλω (πρβλ. αειθαλής, αμφιθαλής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρτιθαλής — just budding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθαλῆ — ἀρτιθαλής just budding neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιθαλής just budding masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιθαλής just budding masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθαλεῖ — ἀρτιθαλής just budding masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιθαλής just budding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθαλεῖς — ἀρτιθαλής just budding masc/fem acc pl ἀρτιθαλής just budding masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθαλές — ἀρτιθαλής just budding masc/fem voc sg ἀρτιθαλής just budding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθαλοῦς — ἀρτιθαλής just budding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”